How to Pronounce -ed
/ɪd/ , /t/ ή /d/ ?
Πότε παίρνουν τα ρήματα κατάληξη -ed?
Ο απλός αόριστος και η παθητική μετοχή (past participle) όλων των απλών ρημάτων (οχι τα irregular) τελειώνουν σε -ed. Για παράδειγμα:
play - played - played
Επιπλέον, πολλά επίθετα γίνονται από τη μετοχή και έτσι τελειώνουν σε -ed. Για παράδειγμα:
I like painted nails.
Η ερώτηση είναι πως προφέρουμε την κατάληξη -ed?
Η απάντηση είναι με τρεις τρόπους! :
/t/ τ
/d/ ντ/
/ɪd/ ιντ
TEAM A: Τελευταίο γράμμα voiceless σύμφωνο (άφωνο)
Εάν το τελευταίο γράμμα του ρήματος είναι άηχο, όπως p, k, s, ch, sh, f,t, x ή h, προφέρετε το "ed" που τελειώνει ως " T ".
TEAM B: Τελευταίο γράμμα voiced σύμφωνο (με φωνή)
Εάν το τελευταίο γράμμα του ρήματος είναι ηχηρό, όπως b, g, j, l, m, n, r, v, w, y, and z. προφέρετε το "ed" που τελειώνει ως " d".
TEAM C: Τελευταίο γράμμα T ή D
Εάν το τελευταίο γράμμα του ρήματος είναι t ή d, προφέρετε το "ed" που τελειώνει ως " INT ".
Eξαιρέσεις
Οι ακόλουθες -ed λέξεις χρησιμοποιούνται ως επίθετα (adjectives) προφέρονται με
/ɪd/:
aged= ηλικιωμένος
blessed= ευλογημένος
learned= μορφωμένος
wicked= μοχθηρός
naked= γυμνός
wretched= άθλιος (σε άθλια κατάσταση)
Οπότε λέμε
an aged man /ɪd/
a learned tutor- the tutor, who was truly learned /ɪd/
a wretched beggar - the beggar was wretched /ɪd/
Οταν όμως τα χρησιμοποιούμε ως ρήματα (past simple and past participle), χρησιμοποιούμε κανονικά Τους αρχικούς κανόνες που αναφέραμε .
she aged quickly /d/
she has learned a lot of things /d/ or /t/
Δείτε το σχετικό βίντεο :
Comments